Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΝΕΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ''ΔΟΓΜΑ'' ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ;

Με αφορμή την υπό τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Χρήστο Παπουτσή, σύσκεψη με θέμα την «Αναμόρφωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τις σχολές της ΕΛ.ΑΣ., Λ.Σ.- ΕΛ.ΑΚΤ. & Π.Σ.», που πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2012 στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με την συμμετοχή των ηγεσιών όλων των Σωμάτων, καθώς και υπηρεσιακών παραγόντων της Δ/νσης Εκπαίδευσης του Α.Ε.Α.
 Εκφράζω την επιφυλακτικότητα μου και θα ριψοκινδυνεύσω να προβώ στις παρακάτω επισημάνσεις.
 1. Η μη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων ήταν,  κατά την άποψή

μου,  ατυχής και απαράδεκτη, μιας και περιορίζει σημαντικά την επιτυχία του όλου εγχειρήματος,  ειδικά  στο ζήτημα της αλλαγής του "δόγματος της εσωτερικής ασφάλειας που βασίζεται στην προσπάθεια για τον διαρκή εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό των Σωμάτων Ασφαλείας".
Διότι πέρα από τα κατά καιρούς "ευχολόγια" και τις φραστικές παραινέσεις της Πολιτικής και Φυσικής Ηγεσίας για αλλαγές στην δομή της παρεχόμενης εκπαίδευσης – που, αδιαμφισβήτητα,  θα πρέπει να στοχεύουν στην  εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της Αστυνομίας και στον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών – μέχρι σήμερα μόνο οι συνδικαλιστικοί φορείς και, κυρίως, η Π.Ο.ΑΣ.Υ έχει προχωρήσει ουσιαστικά πέρα από τις ανακοινώσεις και τις φραστικές προτροπές και τα "ευχολόγια", σε εκπονήσεις μελετών για την εκπαίδευση και αναδιοργάνωση της Αστυνομίας αλλά και στη διαρκή διοργάνωση συνεδρίων και ημερίδων για την βία (πολιτική,  αθλητική, αστυνομική, κτλ.), τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ξενοφοβία κ.α.

Μόνο οι οργανώσεις των εργαζομένων αστυνομικών έχουν τολμήσει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να ανοίξουν ουσιαστικό διάλογο με πολιτικούς, κοινωνικούς  φορείς και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων, προκειμένου να απαλλαγεί η Αστυνομία και οι εργαζόμενοί της από  "αμαρτίες" του παρελθόντος, στερεότυπα, προκαταλήψεις και κοινωνικούς αποκλεισμούς, έτσι ώστε να τύχουμε όλοι μας, ως Οργανισμός, μιας ευρύτερης αποδοχής από την Ελληνική κοινωνία.

2. Η μη εκ βάθρων βελτίωση, αναθεώρηση και επαναξιολόγηση των διαφόρων πτυχών του συστήματος εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης και δια βίου μάθησης των αστυνομικών,  του εκπαιδευτικού προσωπικού και των πάσης φύσεων δομών και προγραμμάτων σπουδών, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι μια ακόμη "σπασμωδική" – με παροδική μόνον επικοινωνιακή αξία –  προσπάθεια. 

Δυστυχώς, αντίστοιχα εγχειρήματα στο παρελθόν – με παρόμοια χαρακτηριστικά – κατέληξαν σε παταγώδεις αποτυχίες. Χαρακτηριστικά αναφέρω το περίφημο  "δόγμα" Χεινοφώτη - Τσιατούρα με την επαναφορά της Βασικής Στρατιωτικής Εκπαίδευσης των νεοπροσλαμβανόμενων αστυνομικών, δόγμα εμπνευσμένο από τον Στρατό που ουδεμία σχέση είχε με τον σύγχρονο ρόλο της Αστυνομίας, το οποίο όχι μόνο δεν είχε τα αναμενόμενα εκπαιδευτικά αποτελέσματα αλλά και επιβάρυνε τον προϋπολογισμό του Υπουργείου κατά 900.000 ευρώ κατά έτος.

Η κατάσταση στον τομέα της αστυνομικής εκπαίδευσης παραμένει, μέχρι και σήμερα,  προβληματική.  Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν,  μεταξύ άλλων:

α) Ο πρόσφατος περιορισμός των ωρών διδασκαλίας βασικών αστυνομικών μαθημάτων, καθώς  και μαθημάτων κατεύθυνσης κοινωνικών επιστημών,  προκειμένου να διδαχθούν τα Νέα Ελληνικά (μάθημα το οποίο δεν διδάσκεται παρά μόνο στις σχολές Φιλολογίας των Ελληνικών Πανεπιστημίων).

β) Τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα που επέφερε ο δραστικός περιορισμός της διάρκειας της θεωρητικής εκπαίδευσης των δόκιμων αστυφυλάκων σε δύο μόνο  εξάμηνα με την παράλληλη αύξηση της πρακτικής εκπαίδευσης σε τρία συνεχόμενα εξάμηνα. Αποτελεί, εξάλλου, κοινό μυστικό ότι η πρακτική εκπαίδευση των δοκίμων δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να έχει μια σύγχρονη Αστυνομία, αφού διεξάγεται με ανοργάνωτο και ανομοιογενή τρόπο, ενώ και η διαδικασία επιστροφής των δοκίμων στις σχολές –μετά από 3 εξάμηνα αποκοπής από την εκπαιδευτική διαδικασία – για τις εξετάσεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον αντιπαιδαγωγική (για να μην πω κωμικοτραγική).

γ) Η διδασκαλία ειδικών μαθημάτων από απόστρατους και εν ενεργεία Αξ/κους της Αστυνομίας λόγω έλλειψης εξειδικευμένων καθηγητών – μιας και στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς η επιστημονική έρευνα στα Αστυνομικά αντικείμενα – ή έλλειψης ενδιαφέροντος εκ μέρους των ίδιων των επιστημόνων για παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών στις Αστυνομικές Σχολές (είτε γιατί δεν δίνονται τα κατάλληλα κίνητρα αφού οι Σχολές λειτουργούν με το καθεστώς της ωρομισθίας, είτε γιατί οι διαδικασίες πρόσληψης εκπαιδευτικού προσωπικού στις Αστυνομικές Σχολές διεξάγονται με αδιαφανή τρόπο). 

δ) Η πλήρης απαξίωση του θεσμού των ειδικών αστυνομικών εκπαιδευτών, είτε διότι δεν παρέχονται σε αυτούς επαρκή κίνητρα, είτε διότι δεν έχει προχωρήσει ακόμη η διαδικασία πιστοποίησης των εκπαιδευτών από το Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. και τον νεοσυσταθέντα Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων (πρωτοβουλία η οποία είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη Πολιτική Ηγεσία), είτε γιατί δεν έχει επενδύσει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη στους εκπαιδευτές με την ίδρυση μιας πιστοποιημένης Διακλαδικής Σχολής Εκπαιδευτών των Σωμάτων Ασφαλείας (ή μιας Σχολής Εκπαιδευτών της Ελληνικής Αστυνομίας).  
 Ας θυμηθούμε, όμως, ποια είναι η προσδοκία του σημερινού Υπουργού  Προστασίας του Πολίτη, του κ. Χρήστου Παπουτσή, όπως αυτή καταγράφηκε στην παρέμβαση του:
«Το νέο δόγμα εσωτερικής ασφάλειας της χώρας βασίζεται στην προσπάθεια για τον διαρκή εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό των Σωμάτων Ασφαλείας. Αυτό απαιτεί ουσιαστική λειτουργία της εκπαίδευσης. Τα νέα στελέχη τα οποία εισέρχονται στα Σώματα θα πρέπει να δεσμεύονται στο επίπεδο, όχι μόνο, της επιχειρησιακής τακτικής αλλά και στο επίπεδο της αντίληψης και της νοοτροπίας πάνω στις αρχές τις οποίες επιτάσσει το Σύνταγμά μας.
Δηλαδή στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος, στη συνοχή της κοινωνίας, στο σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών, στην εφαρμογή των νόμων χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Σε αυτούς του πυλώνες θα λειτουργήσει το νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και για τα τρία Σώματα».

Από την ανάλυση της παρέμβασης αυτής  προκύπτει αμέσως η αναγνώριση της ανάγκης τόσο για αναβάθμιση της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας – ώστε η Σχολή να καταστεί πραγματικά ισότιμη με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας, κάτι το οποίο σήμερα δεν ισχύει κανονικά – όσο και της Σχολής Αστυφυλάκων προκειμένου να μπορέσει και αυτή να ενταχθεί στην ευρύτερη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (σήμερα η συγκεκριμένη Σχολή αποδίδει τίτλους μεταλυκειακού επιπέδου). Μόνο μέσω της ουσιαστικής αναβάθμισης των Σχολών αυτών, θα εξασφαλιστεί η παροχή τίτλων σπουδών με ευρωπαϊκή αναγνώριση – ούτως ώστε τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας να μπορούν και στο μέλλον να συμμετέχουν σε διεθνείς εκπαιδεύσεις και αποστολές στο εξωτερικό, αλλά και να καταλαμβάνουν θέσεις σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς αστυνομικούς οργανισμούς και άλλα for a όπως η Europol, η Cepol, η FRONTEX, κτλ. –  και θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την διοργάνωση αυτοδύναμων Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων σε Αστυνομικά αντικείμενα – γεγονός το οποίο θα συμβάλλει και στην προώθηση της επιστημονικής έρευνας στο πεδίο αυτό – που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες μιας σύγχρονης Αστυνομίας.
Όλοι μας αναγνωρίζουμε πως μια ολοκληρωμένη αλλαγή του συστήματος εκπαίδευσης,  που θα μετατρέπει  τις Αστυνομικές Ακαδημίες σε «κανονικά» ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης,  συνεπάγεται ένα σημαντικό οικονομικό κόστος – το οποίο είναι δύσκολο να καλυφθεί στη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία – . Αναγνωρίζουμε, επίσης,  και τις αντιδράσεις που αναμένεται να προκληθούν από το "υπηρεσιακό κατεστημένο".
 Πρέπει, όμως,  να βρεθεί η "χρυσή τομή", ένας τρόπος προκειμένου να αλλάξει το ισχύον νομικό πλαίσιο και να επιτευχθεί η πραγματική εξίσωση των Αστυνομικών Σχολών με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Σε ότι αφορά τους πόρους για την εκπαίδευση, ασχολήθηκε άραγε κανείς σοβαρά στο Α.Ε.Α. με την εξεύρεσή τους από τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα; Και τι συνέβη με εκείνους τους πόρους που εξοικονομήθηκαν από την κατάργηση της Βασικής Στρατιωτικής Εκπαίδευσης;  Επανεπενδύθηκαν στην αστυνομική εκπαίδευση ή κατέληξαν στην κάλυψη άλλων, άσχετων με την εκπαίδευση,  αναγκών;

Εκτός από τα παραπάνω, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν γενναίες αλλαγές και σε άλλα επίπεδα, όπως:

1. Να αναβαθμιστεί η Βασική Αστυνομική Εκπαίδευση.

2. Να εκσυγχρονιστούν τα προγράμματα σπουδών των Αστυνομικών Σχολών (Αξ/κων και Αστυφυλάκων) με κριτήριο την επίτευξη τόσο της επιστημονικής εκπαίδευσης (με την εισαγωγή νέων μαθημάτων που θα παρέχουν στους εκπαιδευόμενους τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις) όσο και της επαγγελματικής κατάρτισης και απόκτησης δεξιοτήτων (με έμφαση στην εφαρμοσμένη αστυνόμευση και στην πρακτικοποίηση) σε συνδυασμό με τις σύγχρονες απαιτήσεις του αστυνομικού επαγγέλματος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι τελευταίες εξελίξεις στη μορφή του εγκλήματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

3. Να αλλάξει η διάρκεια σπουδών της Σχολής Αστυφυλάκων (θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση), με επιμήκυνση της θεωρητικής εκπαίδευσης και περιορισμό της πρακτικής εκπαίδευσης (όχι της πρακτικοποίησης). Θα πρέπει, επιτέλους, ο στόχος της πρακτικής εκπαίδευσης να είναι η απόκτηση υπηρεσιακής εμπειρίας και όχι η κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών.

4. Να καταργηθούν οι γραπτές πτυχιακές εξετάσεις της Σχολής Αστυφυλάκων και να αντικατασταθούν από ατομική πτυχιακή εργασία που θα πραγματοποιείται από τον δόκιμο  κατά τη διάρκεια της πρακτικής εκπαίδευσης.


5. Να ανασταλεί η λειτουργία των Σχολών Αστυφυλάκων στις πόλεις που δεν λειτουργούν Α.Ε.Ι η Τ.Ε.Ι , ώστε να παραμείνουν μόνο αυτές που φιλοξενούν ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης προκειμένου το επιστημονικό-διδακτικό προσωπικό αυτών να μπορεί να διδάσκει και στις Σχολές Αστυφυλάκων. Με τη διαδικασία αυτή, αφενός, θα προσελκυθούν στις Σχολές Αστυφυλάκων επιστήμονες αναγνωρισμένου κύρους αναβαθμίζοντας έτσι το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και, αφετέρου, θα εξοικονομηθούν σημαντικοί πόροι οι οποίοι μπορούν να επενδυθούν για την κάλυψη άλλων εκπαιδευτικών αναγκών (π.χ. για την ουσιαστική ανωτατοποίηση της Σχολής Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ).

6. Να προχωρήσει η διαδικασία εκπαίδευσης, κατάρτισης και πιστοποίησης των εκπαιδευτών της Ελληνικής Αστυνομίας από το Ε.ΚΕ.ΠΙ.Σ (ή τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων) και την Σχολή Εκπαιδευτών Ελληνικής Αστυνομίας (ή την Διακλαδική Σχολή Εκπαιδευτών των Σωμάτων Ασφαλείας). Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν επίσης να οργανωθούν ειδικά σεμινάρια παιδαγωγικής σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και τη Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης.

7. Να δοθούν και πάλι  κίνητρα – τα οποία έχουν καταργηθεί –  στο αστυνομικό εκπαιδευτικό προσωπικό που διδάσκει εξειδικευμένο αστυνομικό αντικείμενο.

8. Να παρέχεται, κατ' εξαίρεση, η δυνατότητα  μετάθεσης του πιστοποιημένου εκπαιδευτή της Ελληνικής Αστυνομίας σε περιοχή μετάθεσης όπου λειτουργεί Σχολή
Αστυφυλάκων ή Αξ/κων.


Η αλλαγή του συστήματος εκπαίδευσης της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελεί εθνική αναγκαιότητα, αφού ανεβάζοντας τον "πήχη" των παρεχόμενων υπηρεσιών ασφαλείας δημιουργούνται οι βασικές προϋποθέσεις για μια πιο γρήγορη έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Διότι για να λειτουργήσει η Οικονομία χρειάζεται πρώτα να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας. Χωρίς αυτό, ούτε επενδύσεις θα έρθουν, ούτε θα αξιοποιηθούν επαρκώς τα  συγκριτικά πλεονεκτήματα της πατρίδας μας.


Γιώργος ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων Π.Ο.ΑΣ.Υ
Μέλος Επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας EUROCOP
Μέλος Α.Σ.Π.Α