Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Αίτημα περί άρσης της πειθαρχικής ποινής της διαθεσιμότητας Αστυνομικών

Προς : 1)  Υπουργό Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη

                  κ. Νικόλαο ΔΕΝΔΙΑ
            2)  Αρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας
                 Αντιστράτηγο κ. Νικόλαο ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
            3)  ΠΟΑΣΥ

Κοιν.:  1)   Εισαγγελέα Αρείου Πάγου             
Δυνάμει των αποφάσεων του Α.Ε.Α επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της διαθεσιμότητας σε τέσσερις Αστυνομικούς, σύμφωνα με το αρ. 15 του Π.Δ. 120/2008
«Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικών». Αιτία της επιβολής της πειθαρχικής ποινής υπήρξε η απόδραση κρατουμένου κατά τη διάρκεια της Υπηρεσίας τους, την 27.07.2013, στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Συνοπτικά αναφέρουμε ότι στα εν λόγω κρατητήρια κατά την κρίσιμη ημερομηνία φιλοξενούνταν 62 κρατούμενοι, εκ των οποίων οι 59 εκτίουν ποινή φυλάκισης, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί από το αρμόδιο Σωφρονιστικό Κατάστημα και μόνο οι 3 κρατούνταν προσωρινά, κατά τις διατάξεις του νόμου. Οι συνθήκες κράτησης τους δεν τυγχάνουν σύμφωνες με την κείμενη νομοθεσία και ιδίως με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι τα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές. Ειδικότερα, οι κρατούμενοι που εκτίουν ποινή φυλάκισης στεγάζονται ανά δυο σε μικρά κελιά, τα οποία δεν διαθέτουν αυτόνομο και ξεχωριστό αποχωρητήριο. Επιπλέον, ο φωτισμός τους είναι αποκλειστικά τεχνητός, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα προαυλισμού τους. Το σύνολο των παραπάνω ελλείψεων συνιστά παραβίαση και της κείμενης ελληνικής νομοθεσίας (π.χ. αρ. 21 Ν. 2776/1999 «Σωφρονιστικός Κώδικας»).
Σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των εν λόγω εγκαταστάσεων, τούτα είναι εξαιρετικά ελλιπή, σε συνάρτηση με τον προορισμό τους, ήτοι τη φύλαξη προσώπων που εκτίουν ποινή φυλάκισης. Ειδικότερα, οι κάμερες ασφαλείας δεν λειτουργούν, ενώ δεν υπάρχουν οι κατάλληλες θύρες ασφαλείας των κελιών, ούτε προβλέπεται εξωτερική φρουρά και περίφραξη των εξωτερικών φρακτών. Με άλλα λόγια, η κράτηση των καταδίκων, για τους οποίους προβλέπονται αυξημένοι όροι ασφαλείας, πραγματοποιείται υπό τους όρους της προσωρινής κράτησης, για την οποία οι προβλεπόμενοι όροι δεν τυγχάνουν τόσο αυστηροί. Ως εκ τούτου, το έργο των Αστυνομικών Υπαλλήλων καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές, δεδομένου ότι, πλέον της υλικοτεχνικής υποδομής, δεν διαθέτουν και αντίστοιχα δικαιώματα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, κατά τη φύλαξη των κρατουμένων.
Πλέον δε τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 66 § 6 του Π.Δ. 141/1991 προβλέπεται ότι στα αστυνομικά κρατητήρια δεν επιτρέπεται η κράτηση υποδίκων ή καταδίκων που προορίζονται για Σωφρονιστικό Κατάστημα, με εξαίρεση τον απολύτως αναγκαίο πριν την μεταγωγή χρόνο και εφόσον δεν είναι δυνατή η απευθείας μεταγωγή και παράδοση σ` αυτό. Ωστόσο, ως ανωτέρω εκτίθεται, η εν λόγω διάταξη ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται, δημιουργώντας πλείστα προβλήματα κατά τη λειτουργία των Αστυνομικών Τμημάτων, καθώς επιφορτίζονται με αρμοδιότητες που ανήκουν αποκλειστικά στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Τα προβλήματα αυτά έχουν διαγνωσθεί και διαπιστωθεί από τους αρμόδιους φορείς, ήτοι τόσο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων , όσο και από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, πλην όμως δεν έχει δοθεί εισέτι οριστική λύση.
Ενόψει των ανωτέρω, διαπιστώνεται η παραβίαση πλείστων διατάξεων της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Η ευθύνη από τις εν λόγω παραβάσεις δεν αποδίδεται στα ανώτερα στελέχη του Αστυνομικού Σώματος, οι οποίοι φέρουν το βάρος της Διοίκησης της Ελληνικής Αστυνομίας και οι οποίοι, γνωρίζοντας περί όλων των ανωτέρω, ανέχονται τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, χωρίς να αποδίδεται σε αυτούς ουδεμία ποινική ή πειθαρχική ευθύνη. Αντίθετα, οι ευθύνες εξατομικεύονται στα κατώτερα στελέχη του Αστυνομικού Σώματος, σε όσες περιπτώσεις συμβεί κάποιο ατυχές περιστατικό, όπως εν προκειμένω η απόδραση κρατουμένου.
Εν προκειμένω, η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της διαθεσιμότητας στους ανωτέρω Αστυνομικούς δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αναζήτηση ευθυνών για τους προϊσταμένους τους, οι οποίοι εν γνώσει τους ανέχθηκαν σωρεία παραβιάσεων της κείμενης νομοθεσίας. Για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής δεν ελήφθησαν υπόψη οι ως άνω περιγραφόμενες αντιξοότητες κατά την εκτέλεση της Υπηρεσίας τους.
Εκτός από την ανωτέρω πειθαρχική ποινή μάλιστα, έχουν να αντιμετωπίσουν και την ποινική δικαιοσύνη για το αδίκημα της ελευθέρωσης φυλακισμένου. Τυχόν καταδίκη τους μάλιστα, είναι πιθανό να συνεπάγεται και συνέπειες για την μετέπειτα σταδιοδρομία τους στο Αστυνομικό Σώμα. Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 172 Π.Κ. μπορούν να παραμείνουν ατιμώρητοι εάν με τη δική τους συνδρομή συλληφθεί εντός δεκαπέντε ημερών ο κρατούμενος που απέδρασε. Ωστόσο, η εσπευσμένη επιβολή της ποινής, με τις παρεπόμενες συνέπειες της, όπως η αφαίρεση της Υπηρεσιακής Ταυτότητας και του όπλου αφαιρεί από τους εν λόγω Αστυνομικούς το δικαίωμα να επιδιώξουν τη σύλληψη του αποδράσαντος κρατουμένου και να αποφύγουν την ποινική δίωξη.
Ενόψει των ανωτέρω συνάγεται αναμφίβολα ότι η στάθμιση και απόδοση ευθυνών, εξικνούμενων από μια παράτυπη κατάσταση, γνωστή σε όλους τους αρμόδιους φορείς, καθίσταται μονομερής, εξατομικευμένης μόνο στα κατώτερα, ιεραρχικά, μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να αναζητούνται και οι αντίστοιχες ευθύνες της Διεύθυνσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Προς αποκατάσταση της ανωτέρω κατάφωρα άδικης και μονοδιάστατης απόδοσης ευθυνών αιτούμαστε της ανάκλησης της πειθαρχικής ποινής των τεσσάρων Αστυνομικών  καθώς και την αποκατάσταση της ηθικής και οικονομικής ζημίας μέχρι την πράξη της ανάκλησης. Πολλώ δε μάλλον, η ανάκληση αυτή θα πρέπει να αφορά το χρονικό διάστημα των 15 ημερών από την απόδραση του κρατουμένου, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα συνδρομής στην εκ νέου σύλληψη του, προκειμένου να αποφύγουν την ποινική καταδίκη.


Παρακαλούμε για τις δικές Σας ενέργειες.